-
1 επεσσεύοντο
-
2 ἐπεσσεύοντο
-
3 ἐπισεύω
A put in motion against, set on,μὴ.. μοι κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων Od.5.421
; δμῶαςἐπισσεύας 14.399
: metaph., ; ;κῆρας AP7.439
(Theodorid.).II. mostly [voice] Pass., hurry or hasten to or towards, ἐπεσσεύοντοδὲ λαοί Il.2.86
;ἔς τινα 13.757
; ἐπεσσεύοντο νομόνδε to pasture, 18.575; νῆάδ' (so Aristarch.)ἐπεσσεύοντο Od.13.19
; in hostile sense, rush upon or at, c. dat.,νηυσὶν ἐπισσεύεσθαι Il.15
347.2. freq. in [tense] pf. part. [voice] Pass. ἐπεσσύμενος, with [ per.] 3sg. [tense] plpf. ἐπέσσῠτο (used as an [tense] aor.): [ per.] 3pl. [tense] aor. 1ἐπέσσῠθεν Opp.C.4.136
:—mostly in hostile sense, charge,ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος Il.5.438
, al.; ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο struck him with an arrow from the wall as he rushed on, 12.388: c. dat.,αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο 5.459
, cf. 21.227: c. acc.,τεῖχος ἐπεσσύμενοι 12.143
: c. gen., ἐπεσσύμενος πεδίοιο rushing, hurrying over the plain, 14.147, 22.26 (cf. διαπράσσω); also of fire, etc., ἠΰτε πῦρ, τό τ' ἐπεσσύμενον πόλιν ἀνδρῶν..φλεγέθει 17.737
;κῦμα δεινὸν ἐπεσσύμενον Od.5.314
, cf. 431: also, without any hostile sense, to express rapid motion, c. dat., ὥς οἱ..ὄνειρον ἐπέσσυτο 4.841
: c. acc., ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια swept over them, 6.20: c. inf., ἐπέσσυτο διώκειν he hasted on to follow, Il.21.601, cf. A.R.1.758: abs.,χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης Od.5.428
;ἐπεσσύμενος λάβε γούνων 22.310
.3. metaph., to be in excitement or agitation,εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται Il.1.173
;θυμὸς ἐ. ὄφρ' ἐπαμύνω 6.361
: c. inf.,μοι ἐπέσσυτο θυμὸς.. τέρπεσθαι 9.398
.—[dialect] Ep. word, used occasionally by Trag., only in lyr. (exc. S.Ichn.21,43),πέδον ἐπισύμενος A.Eu. 786
;ἐπέσυτο τάνδε γᾶν.. ἄτα E.Ph. 1065
; τείχεα..ἐπέσυτο φλόξ Id.Hel. 1162
; so τίς ὄρεα.. τάδ' ἐπέσυτο; Ar.Fr. 698 (parody of dithyramb).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισεύω
-
4 ἐπι-σεύω
ἐπι-σεύω (s. σεύω), ep. ἐπισσεύω, gegen Einen in Bewegung setzen, antreiben; ἠέ τί μοι κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός Od. 5, 421; κακά μοι ἐπέσσευε δαίμων, schickte mir Unglück zu, brachte Unheil über mich, 18, 256. 19, 129; ὀνείρατα 20, 87; δμῶας ἐπισσεύας 14, 399; Κῆρας ἐπισσεύσασα βίου κύνας Theodorid. 11 (VII, 439). – Häufiger im pass., herbei-, daraufzueilen, dagegen eindringen, um anzugreifen, νηυσὶν ἐπεσσεύοντο Il. 13, 757; νῆ' ἄρ' ἐπεσσεύοντο Od. 13, 19, bei Wolf, Bekk. nach Aristarch νῆάδ' ἐπ.; ἀγορήνδε, νομόνδε, übh. eilen, Il. 2, 207. 18, 575; perf. mit Präsensbedeutung, plusqpf. ἐπεσσύμην, oder aor. syncop.; part. ἐπεσσύμενος; αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο Il. 5, 459; c. accus., τεῖχος ἐπεσσυμένους 12, 143. 15, 395; ἐπέσσυτο δέμνια κούρης, eilte auf das Lager zu, Od. 6, 20; εἴς τινα, Il. 13, 757; c. gen., ἐπεσσύμενον πεδίοιο, durch die Ebene hineilen, 14, 147. 22, 26; aber τείχεος = gegen die Mauer, 12, 388, wenn man den gen. nicht besser von βάλε abhängen läßt; – c. inf., ὁ δ' ἐπέσσυτο ποσσὶ διώκειν 21, 601, er eilte zu verfolgen; ἐπεσσύμενος λάβε γούνων, eilend umfaßte er die Kniee, Od. 22, 310; vom andringenden Feuer u. Wasser, Il. 17, 737 Od. 5, 314. Oft absolut, bes. in der Il. in der Vbdg ϑυμὸς ἐπέσσυται, ἐπέσσυτο, das Herz fühlt sich angetrieben, hat große Luft, 1, 173; – πέδον ἐπισύμενος, auf das Land losstürzend, Aesch. Eum. 755. 782; τείχεα δ' ἐπέσυτο φλόξ Eur. Hel. 1162; Phoen. 1065; einzeln bei sp. D.; auch im aor., πάντες ὁμῶς ἱππῆες ἐπέσσυϑεν Opp. Cyn. 4, 136.
-
5 κόπρος
κόπρος, ἡ, Mist. Excremente von Menschen u. Thieren, Dünger; Od. 9, 329. 17, 297. 306; Ar. Eccl. 360; Her. 2, 36; Plat. Prot. 334 a; Xen. de re equ. 5, 2; Folgde; übh. Schmutz, Koth, Il. 22, 414. 24, 124. 640. – Auch = der Mist- oder Viehhof, der Ochsenstall, μυκηϑμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Il. 18, 575, vgl. Od. 10, 411, in welcher Bedeutung einige Grammatiker κοπρός accentuiren. – Spätere sagten auch ὁ κόπρος, Schol. Ar. Plut. 663, Schäfer Long. p. 392, u. τὸ κόπρον, vgl. Lob. zu Phryn. p. 760.
-
6 μῡκηθμός
μῡκηθμός, ὁ, das Brüllen der Rinder, βοῶν, Od. 12, 265; μυκηϑμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο, Il 18, 675; Aesch. frg. 143 u. sp. D., wie Add. 3 (VI, 228); auch Luc., γῆς, de Mute Peregr. 39.
-
7 επισευω
эп. ἐπισσεύω (преимущ. pass.: aor. ἐπεσσύθην, pf. в знач. praes. ἐπέσσυμαι, part. pf. ἐπεσσύμενος, part. aor. ἐπισύμενος, 3 л. sing. ppf. в знач. aor. ἐπέσ(σ)ῠτο)1) напускать, насылать(κῆτος μέγα τινί Hom.; κύνας Anth.)
2) ниспосылать, навевать(ὀνείρατα κακά τινι Hom.)
3) pass. устремляться, бросаться, спешить(εἴς τινα, ἀγορήνδε Hom.)
ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί Hom. — между тем собралась вся рать;ἐπεσσύμενος πεδίοιο Hom. — пустившись бежать полем;ἐπέσσυτο ποσσὴ διώκειν Hom. — он бросился в погоню;χερσὴν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης Hom. — припав к утесу, (Одиссей) обхватил его руками;εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται Hom. — если (к этому) устремлен твой дух, т.е. если таково твое желание4) pass. бросаться, совершать набег или нападение, нападать(τινι, νηυσίν, τεῖχος Hom.; πέδον Aesch.; τάνδε γαῖαν Eur.)
κῦμα ἐπεσσύμενον Hom. — хлынувшая волна; -
8 ηχη
дор. ἀχά (ᾱχᾱ) ἥ1) шум, гулἐπεσσεύοντο ἠχῇ, ὡς ὅτε κῦμα θαλάσσης βρέμεται Hom. — (ахейцы) ринулись с (таким) шумом, как грохочут морские валы;
ὀρέοντο ἠχῇ θεσπεσίῃ Hom. — (ветры) поднялись с оглушительным воем2) звук, звучание, глас(σάλπιγγος Eur.)
ἐν ἐμοὴ ἥ ἠ. τῶν λόγων βομβεῖ Plat. — звук этих речей гудит (еще) во мне (ср. звенит в ушах);ἄνευ φθόγγου καὴ ἠχῆς Plat. — беззвучно и бесшумно3) речь, словаἠχῆς δ΄ ὅπως ἤκουσαν Eur. — когда (данайцы) услышали слова (Тидея)
-
9 κοπρος
ἥ1) помет, экскременты Hom., Her.2) навоз, навозное удобрение Plat.3) грязь, мусор или прахἀμφὴ πολλέ κ. ἔην κεφαλῇ τοῖο γέροντος Hom. — голова старца (т.е. Приама, молящего о выдаче тела Гектора) была покрыта прахом ( один из символов униженной просьбы)
4) стойло, скотный двор -
10 επεσσεύοντ'
-
11 ἐπεσσεύοντ'
-
12 ἐπισεύω
ἐπι-σεύω, ἐπισσεύω, aor. 1 ἐπέσσευε, part. ἐπισσεύᾶς, mid. ipf. ἐπεσσεύοντο, perf. w. pres. signif. ἐπέσσυμαι, part. ἐπεσσύμενος, plup. ἐπέσσυτο, ἐπεσσύμεθα: I. act., set upon, incite or send against; κῆτός τινι, ε , Od. 14.399; met., κακά, ὀνείρατα, Od. 18.256, τ 12, Od. 20.87.— II. mid., rush on or at, hasten on, speed to, w. dat. of person, esp. in hostile sense; w. gen. of thing aimed at, τείχεος, Μ 3, Il. 16.511, cf. Od. 22.310; acc., δέμνια, Od. 6.20; also foll. by inf.; met., θῦμὸς ἐπέσσυται, ‘is so moved,’ Il. 1.173.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπισεύω
См. также в других словарях:
ἐπεσσεύοντο — πεσσεύω play at draughts imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσσεύοντ' — ἐπεσσεύοντο , πεσσεύω play at draughts imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισεύω — ἐπισεύω (Α) [σεύω] 1. θέτω κάτι σε κίνηση εναντίον κάποιου, διεγείρω, παρορμώ («ἠέ τί μοι καὶ κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός», Ομ. Οδ.) 2. στέλνω, κατευθύνω 3. μέσ. ἐπισεύομαι τρέχω βιαστικά προς το μέρος κάποιου («οἱ δ’ εἰς Πανθοΐδην… … Dictionary of Greek
μυκηθμός — ο (ΑΜ μυκηθμός) 1. η φωνή τών βοοειδών, μούγκρισμα, μουκάνισμα («οἱ δὲ βόες... μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπόκωφη βοή, θόρυβος («ο μυκηθμός τής θάλασσας») αρχ. το βέλασμα τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι + επίθημα… … Dictionary of Greek
νήαδε — νῆαδε (Α) επίρρ. στο πλοίο («νῆαδ ἐπεσσεύοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆα, επικ. αιτ. εν. τού ναῦς «πλοίο», + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει στάση σε τόπο (πρβλ. κρήνην δε, μάχην δε)] … Dictionary of Greek
νομόνδε — (Α) επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν τού νομός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] … Dictionary of Greek